- συμπιεστικός
- η , ό[ν]1) сжимающий, сдавливающий; 2) компрессорный, нагнетающий, нагнетательный; 3) снижающий, сокращающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συμπίεση 2. αυτός που προκαλεί συμπίεση. επίρρ... συμπιεστικώς και συμπιεστικά Ν με συμπίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιεστός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
συμπιεστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί συμπίεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπιεστικότητα — η, Ν [συμπιεστικός] συμπιεστότητα … Dictionary of Greek